Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Τρίτη, 26 Ιανουαρίου 2021 08:30

Τι είναι ο πόνος και πως επηρεάζεται;

Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(4 ψήφοι)

gelsis25121Ο Πόνος είναι ένα «δώρο» που δεν το θέλει κανένας!

Η λέξη «πόνος» προέρχεται ετυμολογικά από το ομηρικό ρήμα «πένομαι» που σημαίνει «μοχθώ», ενώ παρουσιάζει στενή ετυμολογική συγγένεια με τη λατινική λέξη «poena» που αντιστοιχεί στη ελληνική λέξη «ποινή». Σύμφωνα με την IASP (1979), ο όρος «πόνος», συνδέθηκε άμεσα με την έννοια της νόσου και του τραύματος για πρώτη φορά στην εποχή του Ιπποκράτη, αποκτώντας πλέον καθαρά νοσολογικό περιεχόμενο.

Αν και η έννοια του πόνου είναι γνωστή στον καθένα, εν τούτοις, το τι ακριβώς είναι πόνος είναι δύσκολο να καθορισθεί κι αυτό γιατί ο πόνος αποτελεί ουσιαστικά μία προσωπική εμπειρία.

Σύμφωνα με τον ορισμό που καθιέρωσε η IASP (International Association for the Study of Pain) το 1979, πόνος είναι μία δυσάρεστη αισθητική και συγκινησιακή εμπειρία που έχει σχέση με πραγματική ή δυνητική καταστροφή ιστών ή που περιγράφεται σαν τέτοια. Πρόκειται για υποκειμενικό αίσθημα το οποίο μαθαίνει κανείς βάσει των προσωπικών του εμπειριών από νωρίς στην ζωή.

Ο τρόπος αντίληψης και αντιμετώπισής του πόνου, μεταβάλλεται στο χρόνο και θεμελιώνεται σε πολιτισμικούς και κοινωνικούς παράγοντες. Παράλληλα με την έρευνα στη βιολογία και νευροβιολογία του πόνου, εξελίχθηκε και η έρευνα σχετικά με τους πολιτισμικούς, ψυχολογικούς και κοινωνικούς παράγοντες που επηρεάζουν την έκφραση του πόνου, τις συμπεριφορές σαν αντίδραση, την αναζήτηση ιατρικής φροντίδας, καθώς και την υποδεκτικότητα και πίστη προς τη θεραπεία.

Η υποκειμενικότητα αλλά και ο πολυδιάστατος χαρακτήρας του πόνου δυσχεραίνει την πλήρη περιγραφή των παραγόντων που τον προκαλούν, η οποία εξαρτάται από την αντίληψη και την εκφραστικότητα του ίδιου του ασθενούς. Η εκάστοτε αντίδραση του πάσχοντος στον πόνο καθορίζεται και διαμορφώνεται από ποικίλους βιοψυχοκοινωνικούς παράγοντες, η προσωπικότητα του αρρώστου (ναρκισσιστική, σαδομαζοχιστική), τα προηγούμενα βιώματα πόνου, οι συμπεριφορές του, οι πολιτιστικοί παράγοντες, οι συνθήκες ζωής του κλπ. Επιπλέον, σημαντικό ρόλο παίζουν και οι προηγούμενες επώδυνες εμπειρίες που βίωσε ο ίδιος ή φιλικά και συγγενικά του πρόσωπα, το άμεσο περιβάλλον και η στάση που έχει ήδη οικοδομηθεί έναντι του πόνου, της ασθένειας και των αξιών της ζωής.

Ωστόσο, ο πόνος μπορεί να οφείλεται μόνο σε ψυχική ή συναισθηματική διαταραχή. Μάλιστα ο ψυχογενής πόνος μπορεί να κάνει το άτομο να υποφέρει το ίδιο, όπως ο οργανικός πόνος. Παράδειγμα, ο συσφυκτικός πόνος στο στήθος των γονέων που τους εγκατέλειψε το παιδί τους ή το παιδί που αιτιάται προκάρδια άλγη μετά το θάνατο του πατέρα του από ανακοπή. Ακόμη, διάφορα νοσήματα, όπως η στηθαγχική κρίση, εκλύονται και εξαρτώνται από την ψυχική κατάσταση του ασθενούς. Γενικά η ένταση του πόνου επηρεάζεται δραματικά από τη συναισθηματική κατάσταση. Το άγχος και ο φόβος επιτείνουν τον πόνο, ενώ η συναισθηματική αποφόρτιση ελαττώνει το άγχος και την ένταση του πόνου. Συμπερασματικά, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι σύμφωνα με τις κλασικές αντιλήψεις ο πόνος οφείλεται σε οργανικά αίτια ή σε ψυχικά αίτια όπως η κατάθλιψη, η σωματοποίηση και η ψύχωση.

Οι τύποι πόνου και τα χαρακτηριστικά τους

Ο πόνος διακρίνεται σε τέσσερεις διαφορετικούς κύριους τύπους:

τον ταχύ πόνο,
το βραδύ πόνο,
τον οξύ και
το χρόνιο.

Ο ταχύς πόνος εμφανίζεται σε 0,1 sec μετά την εφαρμογή αλγογόνου ερεθίσματος, ενώ ο βραδύς πόνος αρχίζει να γίνεται αισθητός μετά από 1 sec ή και περισσότερο και στη συνέχεια η ένταση του αυξάνεται βραδέως για πολλά δευτερόλεπτα, και σε πολλές περιπτώσεις ακόμα και για αρκετά λεπτά.

Οι οδοί για την αγωγή των τύπων πόνου είναι διαφορετικές, καθώς και ότι η καθεμιά τους έχει και διαφορετικές ιδιότητες. Ο ταχύς πόνος από πολλούς περιγράφεται επίσης και ως οξύς πόνος, ηλεκτρικός πόνος κλπ. Ο πόνος αυτού του τύπου γίνεται αισθητός με την εισαγωγή βελόνας στο δέρμα, είτε κατά την τομή του δέρματος με μαχαίρι, καθώς και σε οξύ έγκαυμα του δέρματος. Αισθητός γίνεται επίσης κατά την επίδραση στο δέρμα ηλεκτρικού ρεύματος. Ο ταχύς πόνος δεν γίνεται αισθητός από τους περισσότερους εν τω βάθει ιστούς του σώματος.

Ο βραδύς πόνος αναφέρεται επίσης με διάφορα ονόματα όπως καυστικός πόνος, βύθιος πόνος, σφύζων πόνος, χρόνιος πόνος κλπ. Ο πόνος αυτού του τύπου συνήθως συσχετίζεται με καταστροφή ιστών. Μπορεί να καθίσταται βασανιστικός και να οδηγεί σε μακροχρόνια ανυπόφορη απελπιστική αγωνία. Μπορεί να προέρχεται τόσο από το δέρμα όσο και από οποιονδήποτε εν τω βάθει ιστό είτε και όργανο.

O οξύς πόνος είναι πόνος μικρής διάρκειας και συνήθως έχει εύκολα διευκρινίσιμη αιτία. Ο τύπος αυτός αλγεινού αισθήματος γενικά δημιουργείται εγκεφαλικά (στο περιφερικό νευρικό σύστημα) αλλά η αντίληψη και επεξεργασία του γίνεται από τον εγκέφαλο (το κεντρικό νευρικό σύστημα). Στην ουσία ο οξύς πόνος λειτουργεί σαν σήμα κινδύνου για βλάβη που επαπειλείται ή έχει ήδη συμβεί: είναι η φυσιολογική αντίδραση σε επιβλαβές ή επικίνδυνο ερέθισμα. Το ερέθισμα αυτό μπορεί να είναι μηχανικό (όπως μετά από ένα οστικό κάταγμα), θερμικό (όπως μετά από ένα έγκαυμα), ή χημικό (όπως εκείνα που οφείλονται σε φλεγμονώδη αντίδραση του οργανισμού κατά την διάρκεια οξείας νόσου – παράδειγμα είναι οι μυαλγίες κατά την διάρκεια μιας ίωσης ή οι αρθραλγίες σε αρθριτικό σύνδρομο).

Ο χρόνιος πόνος συχνά είναι ανεξάρτητος από την αρχική του αιτία. Το αίτιο του άλγους μπορεί να μην υφίσταται πλέον αλλά τα υπερδιεγερμένα νεύρα εξακολουθούν να αναφέρουν άλγος στον εγκέφαλο. Σε άλλες περιπτώσεις η αιτία του άλγους μπορεί να συνεχίζει να υπάρχει και να μην είναι δυνατό να θεραπευθεί ή αφαιρεθεί επειδή σχετίζεται με εμμένουσα ή ανίατη νόσο. Κατ’ αυτό τον τρόπο ο πόνος διαρκεί περισσότερο από τον χρόνο που απαιτείται για την επούλωση μιας κάκωσης ή για την βελτίωση μιας τρέχουσας νοσηρής κατάστασης.

Η αντίληψη του άλγους είναι δυνατόν επίσης να αποσυνδεθεί πλήρως από το αρχικό οδυνηρό ερέθισμα, ώστε το αλγεινό σήμα να χάσει εντελώς την προειδοποιητική του σημασία. Έτσι, ο συνεχής ή διαλείπων πόνος συχνά παραμένει περισσότερο από ότι ο λειτουργικός του σκοπός το απαιτεί: δεν βοηθά δηλαδή τον οργανισμό να προφυλαχθεί από μια βλάβη. Μπορεί κανείς επίσης να αναφέρεται στην μετατροπή σε χρόνιο του άλγους που προκύπτει στα πλαίσια ενός φαύλου κύκλου, όπου αλγεινό ερέθισμα το οποίο δεν θεραπεύεται οδηγεί σε επιπρόσθετες διεργασίες που προκαλούν επιπλέον πόνο. Για τους λόγους αυτούς ο χρόνιος πόνος είναι δυσκολότερο να αντιμετωπισθεί σε σχέση με τον οξύ πόνο. Μπορεί έτσι να θεωρηθεί ως αυτόνομη παθολογική οντότητα. Καταστάσεις που οδηγούν σε χρόνιο πόνο συζητούνται με μεγαλύτερη λεπτομέρεια στο τα καλά σε αναλγητικά και έτσι περιορίζεται σε διάρκεια. (Guyton, 1997)

Μελέτες σχετικές με την αντίληψη του πόνου.

Μελέτες σχετικά με την αντιμετώπιση του πόνου σε εθνότητες στις Ηνωμένες Πολιτείες Τον 19ο αιώνα, επικρατούσε η ιδέα πως οι φυλετικές ομάδες διαφοροποιούνταν ως προς την φυσιολογική αντίληψη του πόνου, με τις γυναίκες, τους λευκούς και τους πλούσιους να φαίνονται περισσότερο ευαίσθητοι, ενώ οι Αφροαμερικανοί, οι εγκληματίες και οι ιθαγενείς αντιμετωπίζονταν ουσιαστικά σαν απροσπέλαστοι στο τραύμα και τον πόνο.

Στο τμήμα Επειγόντων, οι Αφροαμερικανοί με κατάγματα άκρων και με ανάλογη εκφορά άλγους, σε σχέση με λευκούς ασθενείς, είχαν λιγότερες πιθανότητες να λάβουν αναλγητική αγωγή και ενώ είχαν ρυθμιστεί τα λοιπά του τραύματος.

Ασιάτες ασθενείς έλαβαν 24% λιγότερα αναλγητικά μετεγχειρητικά και είχαν μειωμένη μέση κατανάλωση πεθιδίνης, συγκρινόμενοι με Ευρωπαίους ασθενείς. Ασιάτες και Καυκάσιοι είχαν παρόμοια κατανάλωση οπιοειδών σε ρυθμιζόμενη από τον ασθενή αναλγησία, για μετεγχειρητικό πόνο.

Όλες αυτές οι μελέτες είναι αναδρομικές και περιλαμβάνουν πολύ μικρό αριθμό ασθενών. Οι διαφορές που καταγράφονται μπορεί να οφείλονται σε διαφορές στην εμπειρία του πόνου, στη συμπεριφορά του πόνου ή στην αντίληψη του προσωπικού για τον πόνο του ασθενή και επομένως και στην αντιμετώπισή του. Η κάθε τέτοια αντίληψη στηρίζεται σε μύθους, προκαταλήψεις ή διακρίσεις και σχετίζεται τόσο με την καταγωγή όσο και με τη φυλή.

Ο Faucett et al. βρήκαν πως οι Ευρωπαίοι αναφέρουν λιγότερο σοβαρό μετεγχειρητικό πόνο από τους μαύρους Αμερικανούς ή τους προερχόμενους από τη Λατινική Αμερική. Ο Jordan et al. δεν βρήκαν σημαντικές διαφορές μεταξύ Αφροαμερικανών και Καυκασιανών γυναικών με αρθρίτιδα στην ένταση του πόνου και στην αρνητική επίδρασή του. Ωστόσο οι Αφροαμερικανίδες ήταν λιγότερο δραστήριες και έβρισκαν τεχνικές όπως την προσευχή, την απόσπαση της προσοχής ή την ελπίδα για να μειώνουν τον πόνο τους, ενώ οι Καυκάσιες εφάρμοζαν τεχνικές με στόχο την αγνόηση του πόνου.

Ο Beecher, έδειξε την επίδραση του να προσδιορίζει κανείς μια κατάσταση εννοιολογικά ή ακόμα και ονομαστικά στην ένταση της επώδυνης εμπειρίας από την κατάσταση αυτή και στην εμφάνιση συμπεριφορών πόνου και δυστυχίας.

Μεταξύ στρατιωτών και χειρουργημένων ασθενών με αντίστοιχα τραύματα, η ποσότητα των οπιοειδών αναλγητικών που ζητήθηκε ήταν μικρότερη στους στρατιώτες. Καθώς ο τραυματισμός ήταν για τους στρατιώτες εισιτήριο απομάκρυνσης απ' το πεδίο της μάχης, έδωσαν άλλη ονομασία και άλλη εννοιολογική διάσταση στα αισθητικά ερεθίσματα που δέχονταν από τα τραύματά τους, σε σχέση με τους χειρουργημένους και έτσι υπέφεραν πολύ λιγότερο. Τα ευρήματα αυτά, προήγαγαν την ιδέα ότι η προσπάθεια διαμόρφωσης συμπεριφορών έναντι του πόνου μέσω εκπαίδευσης και ανάδρομης τροφοδότησης (αναμόρφωσης της συμπεριφοράς με βάση τα αναμενόμενα αποτελέσματα), μπορεί να οδηγήσει στην ανακούφιση απ' τον πόνο.

Με την είσοδο του 21ου αιώνα, ο πόνος θεωρείται αρνητική κατάσταση προς αποφυγή και αναίρεση με κάθε κόστος. 100 δις $ ξοδεύονται στις ΗΠΑ το χρόνο στον τομέα της αντιμετώπισής του. Περισσότερα από 4 δις $ ξοδεύονται για αναλγητικά κατά της κεφαλαλγίας χωρίς ιατρική συνταγή. Με βάση λοιπόν την πολυδιάστατη έννοια του πόνου και εφόσον οι πολιτισμικές/κοινωνιολογικές επιρροές είναι δεδομένες, η έρευνα επικεντρώνεται στη συμμετοχή των ψυχολογικών παραγόντων στην αιτιολόγηση και αντιμετώπιση του πόνου με πολλές μελέτες.

Φύλο και πόνος.

Πριν από 15 χρόνια άρχισαν περισσότερες από 1000 έρευνες, που χρησιμοποίησαν λειτουργικές απεικονιστικές μεθόδους για να εντοπίσουν τις εγκεφαλικές δομές που ενεργοποιούνται με την επίδραση βλαπτικών ερεθισμάτων όμως μόνο γύρω στις 30 ερευνούν και τον παράγοντα φύλο. Με την πρώτη ματιά η έλλειψη μελετών με απεικονιστικές μεθόδους, που συσχετίζουν τον πόνο με το φύλο είναι ανεξήγητη. Ωστόσο, ανατρέχοντας στη βιβλιογραφία προκύπτει πως οι γυναίκες είναι πιο ευαίσθητες στον πόνο. Είναι γνωστό και καλά τεκμηριωμένο πως πολλά κλινικά επώδυνα σύνδρομα επηρεάζουν δυσανάλογα περισσότερο τις γυναίκες. Σύμφωνα με εργασία της Karen Berkley τα μισά από τα 78 επώδυνα σύνδρομα που μελετήθηκαν, εμφάνιζαν προτίμηση στις γυναίκες, ενώ λιγότερο από το 1/3 στους άνδρες. Οι γυναίκες φαίνεται να είναι πιο ευαίσθητες στον πόνο και αυτό μπορεί να οφείλεται σε διαφορετικές νευροψυχολογικές αντιδράσεις σε αισθητικά ερεθίσματα.

H Berkley στο άρθρο της περιγράφει τρεις δυνητικές πηγές διαφορών μεταξύ των φύλων, που μπορεί να εξηγούν τη δυσαναλογία εμφάνισης (στις γυναίκες) επώδυνων συνδρόμων.

Πρώτον, η παρουσία του κόλπου διευκολύνει την είσοδο παθολογικών παραγόντων.
Δεύτερον, η παροδική, κυκλική μεταβολή των ορμονών του γεννητικού συστήματος είναι μοναδική στις γυναίκες και
Τρίτον, υπάρχει ποσοτική διαφορά στις ορμόνες του γεννητικού συστήματος (οιστραδιόλη, προγεστερόνη, τεστοστερόνη), μεταξύ ανδρών και γυναικών.

Εκτός όμως από τους βιολογικούς παράγοντες ( ορμόνες, ενδογενή οπιοειδή, σύνδεση με υποδοχείς οπιοειδών), πρέπει να ληφθούν υπόψη και οι ψυχολογικοί και κοινωνικοί παράγοντες. Παρόλο που οι κοινωνικοί ρόλοι δεν είναι τόσο ξεκάθαροι όσο στο παρελθόν, οι γυναίκες εξακολουθούν να φέρουν τις περισσότερες υποχρεώσεις του σπιτιού και της οικογένειας. Αυτό αναπόφευκτα οδηγεί σε υπερβολικό φόρτο εργασίας που με τη σειρά του προκαλεί μεταβολές του θυμικού και κατάθλιψη, τα οποία επιτείνουν τη σωματική εμπειρία.

Είναι ξεκάθαρο ότι τα δυο φύλα διαφέρουν, γεγονός, που επηρεάζει την εμπειρία του πόνου. Απλές διαφορές στο μέγεθος του σώματος και στο πάχος του δέρματος, μπορεί να ευθύνονται για τη διαφορετική αντίδραση στο ίδιο ερέθισμα.

Πόνος και Τρίτη ηλικία.

Ο επίμονος πόνος, δηλαδή ο πόνος που διαρκεί περισσότερο από έξι μήνες παρουσιάζεται ως ένα πολύ κοινό πρόβλημα στα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας. Σε μια έρευνα που πραγματοποιήθηκε στο Ινστιτούτο Ιατρικής (ΗΠΑ), υπολογίστηκε ότι περισσότεροι από 116 εκατομμύρια Αμερικάνοι υποφέρουν από επίμονο πόνο (Institute of Medicine (US), 2011).

Οι επίμονες καταστάσεις πόνου είναι πολύ πιθανότερο να επηρεάζουν τους ηλικιωμένους σε σύγκριση με τους νεότερους ή τους μεσήλικες (Edwards et al., 2003). Οι ηλικιωμένοι με επίμονο πόνο εμφανίζουν μεγαλύτερα ποσοστά σωματικής αναπηρίας και ελάχιστες είναι οι φορές που καταφέρνουν να διατηρήσουν ένα ανεξάρτητο και λειτουργικά αποτελεσματικό τρόπο ζωής.

Σε ηλικιωμένους με υψηλότερα επίπεδα πόνου έχουν επίσης συνδεθεί με την γνωστική δυσλειτουργία, την αυξημένη ψυχολογική δυσχέρεια και το μεγαλύτερο κίνδυνο διάγνωσης άγχους ή διαταραχής διάθεσης (Moriarty et al.,2011· Gerrits et al., 2012).

Με όλο και περισσότερες ενδείξεις για τον αντίκτυπο του επίμονου πόνου στην ψυχολογική, κοινωνική λειτουργία καθώς και στην σωματική λειτουργικότητα, έχει αυξηθεί το ενδιαφέρον για τη χρήση ψυχοκοινωνικών παρεμβάσεων για την διαχείριση του.

Ιστορικά, η αντιμετώπιση του πόνου στους ηλικιωμένους βασιζόταν σε ένα ιατρικό μοντέλο που αντιμετώπιζε τον πόνο ως ένα προειδοποιητικό σημάδι τραυματισμού ή βλάβης ιστών. Ωστόσο, με το πέρασμα του χρόνου όλο και περισσότεροι εμπειρογνώμονες του συστήματος υγείας έμεναν δυσαρεστημένοι με το ιατρικό μοντέλο διότι δεν εξηγούσε αρκετές παραμέτρους. Αρχικά, ο πόνος που αναφερόταν από τους ηλικιωμένους συχνά εμφάνιζε πολύ μικρή συσχέτιση με στοιχεία πάθησης του ιστού, οι θεραπείες που είχαν σχεδιαστεί είχαν ως στόχο να την εξαλείψουν ή να διορθώσουν τον τραυματισμό των ιστών και οι ψυχολογικοί- κοινωνικοί παράγοντες δεν συμπεριλαμβάνονταν στην θεραπεία.

Την τελευταία δεκαετία, το βιοψυχοκοινωνικό μοντέλο έχει χρησιμοποιηθεί ως μια χρήσιμη προσέγγιση για τον καλύτερο προσδιορισμό του πόνου στους ηλικιωμένους. Με βάση το μοντέλο, υποστηρίζεται ότι ο πόνος είναι μια πολύπλοκη εμπειρία που επηρεάζεται τόσο από το βιολογικό, ψυχολογικό και κοινωνικό πλαίσιο. Το σύστημα, επομένως, είναι δυναμικό και αλληλοσυνδεόμενο. Συνεπώς, οι παρεμβάσεις που στοχεύουν σε ένα πλαίσιο, μπορούν να επηρεάσουν και άλλα πλαίσια.

Ο πόνος επηρεάζει όχι μόνο τη ζωή του πάσχοντα αλλά και το οικογενειακό, εργασιακό και κοινωνικό του περιβάλλον. Από τα αρχαία χρόνια συνδέθηκε με την ηθική υπόσταση του ανθρώπου, καθώς επιδρά στις δημιουργικές δραστηριότητες της καθημερινής του ζωής αλλά και στη ψυχική του σφαίρα, λειτουργώντας ως καταλύτης στη διάθεσή του και τη συμπεριφορά του. Γι’ αυτό το λόγο, ανά τους καιρούς δόθηκαν διάφορες θρησκευτικές ερμηνείες για τον πόνο, οι οποίες με τη σειρά τους δημιούργησαν προλήψεις και δεισιδαιμονίες σχετικά με την προέλευσή του, την εξήγησή του και το ψυχικό του κόστος.

Παράλληλα με το σωματικό δυσάρεστο αίσθημα που συνοδεύει τον πόνο, υπάρχει πάντα και ένας δυσάρεστος συναισθηματικός τόνος που καθιστά το άτομο ανίκανο να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις της καθημερινότητάς του. Ειδικότερα, ο χρόνιος πόνος συνήθως οδηγεί τον πάσχοντα στην απελπισία και την απόγνωση. Αυτή η παράταση της επίπονης κατάστασης προκαλεί έντονο άγχος και ακολούθως ψυχικές διαταραχές. Έτσι, το άτομο αισθάνεται πάντα την έντονη επιθυμία αναχαίτισης του πόνου, προκειμένου να μην επιδεινώσει τα δυσάρεστα συναισθήματα και να βελτιώσει ταυτόχρονα την ποιότητα της ζωής του. Σε επίπεδο κοινωνίας, ο χρόνιος πόνος δημιουργεί ένα βάρος με τη μορφή των ιατρικών εξόδων, των επιδομάτων ανικανότητας, της χαμένης παραγωγικότητας ενώ και ο ίδιος ασθενής μπορεί να αισθανθεί ιδιαίτερη απογοήτευση όταν ο πόνος του παραμένει παρά την εκτεταμένη και δαπανηρή ιατρική αντιμετώπιση του.

Καθώς τα συμπτώματα του πόνου επιμένουν όλο και πιο πολλές καταστάσεις μπορεί να προκαλέσουν άγχος και προσμονή πόνου, ενώ μπορεί να ακολουθήσει και η εμφάνιση κατάθλιψης και η εξάρτηση από τα φάρμακα ενισχύοντας έτσι το φαύλο κύκλο πόνου-τάσης. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ο πάσχων ενδέχεται να τροποποιήσει τη συμπεριφορά του, προκειμένου να μειώσει τα επώδυνα συναισθήματα που τον συνοδεύουν. Αυτή του η τάση ενισχύεται και από την ύπαρξη έντονου φόβου, πολλές φορές αδικαιολόγητου, για κινήσεις που τυχόν επιδεινώνουν το αίσθημα του πόνου. Οι ψυχολογικές αυτές διαταραχές με τη σειρά τους μπορεί να προκαλέσουν φυσικές αλλαγές που επιφέρουν επιπλέον ελάττωση της φυσικής κατάστασης.

Κινησιοφοβία

Συχνά, το αίσθημα του πόνου συνοδεύεται από την ύπαρξη φόβου.

Οι φοβίες είναι παθήσεις που συνοδεύουν την ανθρώπινη φύση και τον πολιτισμό από τη στιγμή της ύπαρξής του. Σύμφωνα με τον Ιπποκράτη, από την αρχαιότητα ήδη ο άνθρωπος εκδήλωνε έντονες φοβίες (π.χ. προς πλήθος κόσμου ή προς την έξοδο από το σπίτι στο φως της ημέρας) λόγω του αισθήματος απειλής. Οι περιγραφές του Ιπποκράτη ανταποκρίνονται επακριβώς στη σύγχρονη κλινική εικόνα των φοβιών παρόλο που τότε η διάγνωσή τους δεν ήταν ακόμη γνωστή (Saul, 2001).

Ο φόβος χαρακτηρίζεται ως ένα έμφυτο συναίσθημα που υπακούει στο αρχέγονο ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Λειτουργεί ως αντίδραση στην παρουσία ή σκέψη ενός πραγματικού ή υποθετικού κινδύνου. Αποτελεί προειδοποιητικό σημάδι και προετοιμάζει τον οργανισμό να αντιμετωπίσει μία απειλή αποτρέποντας με αυτόν τον τρόπο κάποια πιθανή βλάβη. (Leidig & Glomp 2006).

Ως φοβία χαρακτηρίζουμε τον υπερβολικό και αδικαιολόγητο φόβο ως προς ένα συγκεκριμένο αντικείμενο ή μια κατάσταση, τα οποία στην πραγματικότητα, δεν ενέχουν κίνδυνο. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου κάποιοι δεν θεωρούν επικίνδυνο το φοβογόνο αντικείμενο, όμως αυτό δεν ανακουφίζει τον «ασθενή», εξάλλου υπάρχουν περιπτώσεις, όπου και ο ίδιος γνωρίζει πως ο φόβος του είναι αδικαιολόγητος. Όταν ο ασθενής εκτεθεί σε ένα τέτοιο φοβογόνο αντικείμενο, καταλαμβάνεται από οξύ άγχος, το οποίο κλιμακώνεται και μπορεί να φτάσει την κρίση πανικού. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αποφυγή του ατόμου από το φοβογόνο συναίσθημα. Το αίσθημα του φόβου, λοιπόν, έχει σκοπό να προστατέψει το άτομο, να «ενεργοποιήσει» δηλαδή την κατάσταση του άγχους ώστε να είναι σε ετοιμότητα να αντιμετωπίσει ή να απομακρυνθεί από τον κίνδυνο που τον απειλεί. (Steimer, 2002).

Οι φοβίες όπως και όλες οι ψυχικές διαταραχές προκαλούνται από το συνδυασμό βιολογικών παραγόντων και εμπειριών της ζωής κάθε ατόμου. Όλοι οι άνθρωποι έχουν γενετικά προγραμματισμένες ορισμένες τάσεις φόβου απέναντι σε συγκεκριμένες καταστάσεις ή πράγματα. Οι υπερβολικές αυτές αντιδράσεις αποτελούν τις φοβίες, οι οποίες ως ένα βαθμό είναι αποτέλεσμα της επίδρασης γενετικών παραγόντων (Σαλπιστής, 2013).

Σύμφωνα με τη θεωρία της εξέλιξης ο σύγχρονος άνθρωπος φοβάται ό,τι αποτελούσε φόβο και θανάσιμο κίνδυνο και για τους προϊστορικούς του προγόνους, γεγονός που επιβεβαιώνει και πάλι ότι το ανθρώπινο είδος είναι «προγραμματισμένο» βιολογικά και ψυχολογικά να αντιδρά με φόβο στα ίδια ερεθίσματα, σε όλες τις ιστορικές περιόδους. Έτσι, γίνεται αντιληπτό γιατί ακόμα και σήμερα αντικείμενα φοβικών αντιδράσεων αποτελούν τα ύψη, τα ζώα που κινούνται και ελίσσονται γρήγορα, που εμφανίζονται ξαφνικά, που έχουν περίεργη όψη, το σκοτάδι, η θέα του αίματος κ.ά. και όχι τα αυτοκίνητα, τα κινητά τηλέφωνα, τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, το τσιγάρο, το νέφος και τα όπλα. Τα πρώτα σχετίζονται άμεσα με το ένστικτο της επιβίωσης του ανθρώπου και γι’ αυτό η έκθεση του ανθρώπου σε αυτά μία ή δύο φορές προκαλούν άγχος, γεγονός που συμβάλλει στην εκδήλωση φοβικής αντίδρασης. Παρόλο, λοιπόν, που ο σύγχρονος κόσμος περιλαμβάνει αντικείμενα και καταστάσεις πραγματικά επικίνδυνες, ο άνθρωπος δύσκολα θα εκδηλώσει φοβία γι’ αυτά, καθώς δεν περιέχουν χαρακτηριστικά άμεσα συνδεδεμένα με την εξασφάλιση της επιβίωσής του (Τζελέπη, 2008).

Ορισμένοι φόβοι μπορούν να υιοθετηθούν διαμέσου της παρατήρησης της συμπεριφοράς άλλων ανθρώπων (π.χ. όταν ένα μικρό παιδί βλέπει τις αντιδράσεις των γονιών του κατά την αιμοληψία, στην θέα της σύριγγας), ή διαμέσου διαφόρων «κανόνων» ή προτροπών του τύπου «Μην κάθεσαι έτσι θα πονέσει η μέση σου» ή «Μην γονατίζεις θα πονέσουν τα γόνατα σου» (Schaffhausen, 2005).

Σύμφωνα με τη γνωστική θεωρία, οι φοβίες συνδέονται άμεσα με το άγχος, καθώς ορισμένοι άνθρωποι έχουν την τάση να επικεντρώνονται στις αρνητικές πλευρές ενός βιώματος και να θεωρούν δεδομένο ότι θα τους συμβούν ανάλογες αρνητικές καταστάσεις και στο μέλλον. Έτσι, ο κίνδυνος της επανάληψης της τραυματικής αυτής εμπειρίας εξελίσσεται σε μια φοβία (Schacter et al., 2012).

Το άγχος είναι το πιο κοινό χαρακτηριστικό στις φοβικές διαταραχές (Preda, 2018).

Η κινησιοφοβία είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται στο πλαίσιο της ιατρικής αποκατάστασης και της φυσικής θεραπείας για να περιγράψει τον φόβο των ανθρώπων από τον πόνο λόγω της κίνησης, έναν παράγοντα που εμποδίζει την αποκατάσταση και στην πραγματικότητα, παρατείνει την αναπηρία και την επίπονη κατάσταση στην οποία βρίσκονται. Ο φόβος της κίνησης, όπως αλλιώς αποκαλείται αυτή η πάθηση, είναι πιθανό να είναι ένας βασικός παράγοντας ώστε ο ασθενής να αργήσει να επιστρέψει στη συμμετοχή του σε δραστηριότητες προ-τραυματισμού (Kori et al.,1990), (Houben et al., 2005).

Οι μυοσκελετικές παθήσεις αδιαμφισβήτητα αποτελούν την βάση της κινησιοφοβίας. Άξιο είναι το γεγονός να αναφερθεί πως το 75% των μυοσκελετικών ασθενών είναι κινησιοφοβικοί. Σε πολλές περιπτώσεις, παρατηρούμε την κινησιοφοβία να κάνει αισθητή την παρουσία της σε ασθενείς με αυχεναλγία, οσφυαλγία, Σύνδρομο Χρόνιας Κόπωσης, «Ψυχική Δυσφορία» ή κατάθλιψη, Σύνδρομο Deconditioning και σε ηλικιωμένους.

Ο χρόνιος πόνος στα παιδιά, σύμφωνα με έρευνες αντιπροσωπεύει το 20% με 30% των παιδιών – εφήβων παγκοσμίως (King et al., 2011·Stanford et al., 2008). Συχνά στα παιδιατρικά νοσοκομεία ο πόνος είναι ανεπαρκώς προσδιορισμένος και υποθεραπευμένος και σε ποσοστό μεγαλύτερο του 10% μετατρέπεται σε χρόνιο. Μολονότι η πλειοψηφία των παιδιών που πάσχουν από χρόνιο πόνο, δεν παρουσιάζουν μεγάλη αναπηρία (Huguet & Miro, 2007), περίπου το 3% από αυτά, απαιτούν εντατική αποκατάσταση (Hechler et al., 2010).

Η στάση όλων όσων επικοινωνούν με το άτομο που πονά, συνεισφέρει στην ρύθμιση του πόνου του. Η κοινωνική υποστήριξη, μια αίσθηση ελέγχου και ικανότητας, καθώς και ο σχεδιασμός του μέλλοντος, είναι όλα ζωτικοί καθοριστικοί παράγοντες της ανθρώπινης εμπειρίας του πόνου.

Αποκατάσταση του Πόνου

Φυσικοθεραπεία

Η φυσικοθεραπεία και η άσκηση αποτελούν τους βασικούς τρόπους για την θεραπεία του πόνου. Ο πόνος συνηθίζει να εμφανίζεται σε ανθρώπους με χαμηλό επίπεδο φυσικής δραστηριότητας (Wilson, 2012). Διάφορες μελέτες έχουν αποδείξει, πως η φυσική δραστηριότητα επηρεάζει θετικά τη ψυχολογία και μειώνει τον κίνδυνο κατάθλιψης (Jerstad et al., 2012). Ο φυσικοθεραπευτής είναι ο πλέον κατάλληλος επαγγελματίας υγείας που μπορεί να βοηθήσει στην διευκόλυνση της κίνησης, την αποκατάσταση της βλάβης και την μείωση του πόνου. Βάζει σε χρήση ένα εξατομικευμένο θεραπευτικό πρόγραμμα που καλύπτει τις εκάστοτε ανάγκες του κάθε ασθενή και έχει ως στόχο την επαναφορά της λειτουργικότητας. Η πλειοψηφία των ασθενών που πάσχουν από χρόνιο πόνο και υποβάλλονται σε φυσικοθεραπεία διαπιστώνεται πως αποκαθίστανται.

Ψυχολογική Παρέμβαση

Οι αγχώδεις, καταθλιπτικές και συμπεριφορικές διαταραχές αποτελούν παράγοντες κινδύνου για την εξέλιξη ενός πόνου σε χρόνιο (Tegethoff et al., 2015). Σε ασθενείς που παρουσιάζουν ακόμα και χαμηλό επίπεδο άγχους, η παρουσία του πόνου ενδέχεται να προκαλέσει μείωση της λειτουργικότητας. Οι ψυχολογικές θεραπείες μειώνουν αισθητά την ένταση και την διάρκεια του πόνου σύμφωνα με έρευνες σε ανθρώπους που πάσχουν από μυοσκελετικό πόνο, κεφαλαλγία, κοιλιακό άλγος και αρθρικό πόνο (Palermo et al., 2010· Eccleston et al., 2014). Η γνωστική συμπεριφορική θεραπεία (CBT) βοήθησε και αυτή με την σειρά της, σημαντικά στην αντιμετώπιση του πόνου τόσο στους ενήλικους, όσο και στα παιδιά αλλά και στους εφήβους (Kashikar – Zuck et al., 2013). Ο ρόλος των ψυχολόγων είναι ιδιαίτερα σημαντικός για την αντιμετώπιση του φόβου που σχετίζεται με τον πόνο, την ανάπτυξη των δεξιοτήτων και την ώθηση των ασθενών να επανέλθουν με ομαλό τρόπο πίσω στην καθημερινή τους ζωή.

Βιβλιογραφία:

-Βασιλάκος Δ. (2008). Ο πόνος και η Αντιμετώπιση του

-DiMatteo, R.M.Martin, R.L. (2006) Εισαγωγή στην Ψυχολογία της Υγείας

-Guyton and Hall. (2004). Εγχειρίδιο ιατρικής φυσιολογίας

-Expain Pain, David Butler

-Ψυχοκοινωνικές και πολιτισμικές όψεις του πόνου, θέματα φύλου και ταυτότητας στον πόνο, Βασιλική Τσιρτσιρίδου, Γεωργία Βασιλοπούλου

– Astley, A. (1990). A history of pain. Nursing 4

– Billings, A. (1994). Neuropathetic pain. Journal of palliative care

– Crinella, F. (1994). Brain mechanisms. New York academy of science .

– Ernst, S. B. (1997). A randomized controlled trial of intravenous clodrinate in patients with metastatic bone desease and pain. Journal of pain and symptom management.

-AGS (2002). Panel on Chronic Pain in Older Persons. The management of chronic pain in older persons.

-Bennett PM, Meulders A, Baeyens F, Vlaeyen JW. (2015). Words putting pain in motion: the generalization of pain – related fear within an artificial stimulus category.

-Boersma K, Linton SJ. (2006). Psychological processes underlying the development of a chronic pain problem: a prospective study of the relationship between profiles of psychological variables in the fear-avoidance model and disability

-Cherkas LF, Aviv A, Valdes AM, et al. (2006). The effects of social status on biological aging as measured by white-blood-cell telomere length.

-Cleland J, Fritz J, Childs J. (2008). Psychometric properties of the fear-avoidance beliefs questionnaire and Tampa Scale of Kinesiophobia in patients with neck pain.

-Cook AJ, Brawer PA, Vowles KE. (2006). The fear avoidance model of chronic pain: validation and age analysis using structural equation modeling.

-Crombez G, Eccleston C, Van Damme S, Vlaeyen JW, Karoly P. (2012). Fear- avoidance model of chronic pain: The nextgeneration

-Eccleston C., Palermo TM, Williams AC, Lewandowski Holley A., Morley S., Fisher E., Law E. (2014). Psychological therapies for the management of chronic and recurrent pain in children and adolescents.

-Edwards RR, Fillingim RB, Ness TJ. (2003). Age-related difference in endogenous pain modulation: a comparison of diffuse noxious inhibitory controls in healthy older and younger adults

-Flor H. & Hermann C. (2004). Biopsychosocial models of pain.

-Fordyce, W., Shelton, J. & Dundore, D. (1982). The modification of avoidance learning in pain behaviors. Journal of Behavioural Medicine

-Gignac M, Davis A, Hawker G, et al. (2006). “What do you expect? You’re just getting older”: a comparison of perceived osteoarthritis- related and aging-related health experiences in middle- and older-age adults

-Institute of Medicine (US) (2011). Committee on Advancing Pain Research, Care, and Education. Relieving pain in America: a blueprint for transforming prevention, care, education, and research. National Academies Press (US).

-Leidig S., Glomp I. (2006). Γιατί φοβόμαστε, Μετάφραση Αντωνοπούλου Μαριάννα, Σταινερ Ίρμχλιλντ.

-Moriarty O, McGuire BE, Finn DP. (2011). The effect of pain on cognitive function: a review of clinical and preclinical research

-Moseley GL. & Butler DS. (2015). Fifteen years of explaining pain: The past, present, and future. Journal of Pain

-Neito R, Miro J, Huguet A. (2009). The fear-avoidance model in whiplash injuries.

-Roelofs J, et al. (2007). Fear of movement and (re)injury in chronic musculoskeletal pain: Evidence for an invariant two-factor model of the Tampa Scale for Kinesiophobia across pain diagnoses and Dutch, Swedish, and Canadian samples.

-Rush AJ, Polatin P, Gatchel RJ. (2000). Depression and chronic low back pain: establishing priorities in treatment

-Vlaeyen JW, Linton SJ. (2012). Fear – avoidance model of chronic musculoskeletal pain: 12 years on.

-Volders S, Boddez Y, De Peuter S, Meulders A,Vlaeyen JW. (2015). Avoidance behavior in chronic pain research:A cold case revisited

-WHO (ΠΟΥ) (1995). Lexicon of alcohol and drug terms, Γενεύη.

Γκέλσης Ιωάννης, Φυσικοθεραπευτής, ΟΜΤ, Επιστημονικός Συνεργάτης ΑΠΘ.

Διαβάστηκε 485 φορές